τρώγω

τρώγω
τρώγω, Od.6.90, etc.: [tense] fut.
A

τρώξομαι Ar.Ach.806

, X.Smp.4.8: [tense] aor. 1 ἔτρωξα ([etym.] κατ-) Batr.182, Hp.Nat.Mul.8, Timo66.6: [tense] aor. 2 ἔτρᾰγον, [ per.] 3sg. subj.

τράγῃ Pherecr.67.5

(elsewh. only in compos. with ἐν- (q. v.), κατα-, παρα-):—[voice] Pass., [tense] pf. τέτρωγμαι ([etym.] δια-) Ar.V.371, ([etym.] παρεν-) Eub.15.8:—gnaw, nibble, munch, esp. of herbivorous animals, as mules,

τ. ἄγρωστιν Od.6.90

; of swine,

ἐρεβίνθους τ. Ar. Ach.801

, cf. 806; of cattle, τὸν θαλλόν, κόμαρον τ., Theoc.4.45, 9.11; rarely of dogs,

Εὐριπίδην ἔτρωγον Sotad.15.15

; of human beings in disease,

λίθους τε καὶ γῆν τρώγουσι Hp.Prorrh.2.31

.
II of men, eat vegetables or fruit,

τοὺς γενομένους [κυάμους] οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Hdt.2.37

; τὸ κάτω [τῆς βύβλου] ib.92;

τὸν καρπὸν τοῦ λωτοῦ Id.4.177

;

τ. βότρυς Ar.Eq.1077

;

βολβοὺς τρώγων, τυροὺς κάπτων Anaxil.18.3

(anap.); of dessert, eat fruits, as figs, almonds, etc., Hdt.1.71, Ar.Pax1324, Pherecr.159 (v. τρωγάλια) ; ἴτρια, μελίπηκτα, Sol.38.1, Antiph.140.4; of small fish as hors-d'oeuvres,

κἀν ποίᾳ πόλει τοσοῦτος < ὢν > τὸ μέγεθος ἰχθῦς τρώγεται; Eup.23

D.: abs., πίνειν καὶ τ. drink and eat dessert, D.19.197: Com. metaph.,

γνώμας τ. Πανδελετείους Ar.Nu.924

(anap.):—[voice] Pass.,

τρώγεται ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα Hdt.2.92

.
III later, simply eat, serving as [tense] pres. to ἔφαγον instead of

ἐσθίω, ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα Ev.Jo.6.54

(cf. [tense] aor. φάγητε . . πίητε ib.53);

τρώγοντες καὶ πίνοντες Ev.Matt.24.38

; never in LXX (

ὁ ἐσθίων ἄρτους μου LXX Ps.40(41).10

becomes ὁ τρώγων μου τὸν ἄρτον when cited in Ev.Jo.13.18); δύο τρώγομεν ἀδελφοί is dub. l. in Plb.31.23.9;

ἔδωκεν εὔζωμον νήστῃ τρώγειν SIG1171.9

(Crete, perh. i B. C.); ἡ νὺξ τὴν ἡμέραν τ. (of a black man eating white bread) Diog.Cyn. ap. Sammelb.5730 (iv/v A. D.);

ψυχρὰ τρώγοντα κατακαίεσθαι PMag.Lond.121.177

;

ἔμοιγε, ὅσσα παρ' ἀνθρώποις, τρώγειν ἔθος Batr.34

; this usage is mentioned by AB114, censured by Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρώγω — gnaw pres subj act 1st sg τρώγω gnaw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγω — και τρώω έφαγα, φαγώθηκα, φαγωμένος 1. μασώ και καταπίνω τροφή: Έφαγε σούπα και φρούτα. 2. γευματίζω, δειπνώ: Κάτσε να φάμε. 3. μου αρέσει κάποιο φαγητό: Δεν τρώει τις μπάμιες. 4. δε νηστεύω, τρώω αρτύσιμα: Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή τρώ(γ)ει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • τρῶγον — τρώγω gnaw pres part act masc voc sg τρώγω gnaw pres part act neut nom/voc/acc sg τρώγω gnaw imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρώγω gnaw imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγετε — τρώγω gnaw pres imperat act 2nd pl τρώγω gnaw pres ind act 2nd pl τρώγω gnaw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώγῃ — τρώγω gnaw pres subj mp 2nd sg τρώγω gnaw pres ind mp 2nd sg τρώγω gnaw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτρώ(γ)ω — τρώγω κακώς, ανεπαρκώς, υποσιτίζομαι, τρώγω τροφές όχι ιδιαίτερα θρεπτικές ή εύπεπτες …   Dictionary of Greek

  • τρωγόμενον — τρώγω gnaw pres part mp masc acc sg τρώγω gnaw pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωγόντων — τρώγω gnaw pres part act masc/neut gen pl τρώγω gnaw pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωξόμεθα — τρώγω gnaw aor subj mid 1st pl (epic) τρώγω gnaw fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῶγε — τρώγω gnaw pres imperat act 2nd sg τρώγω gnaw imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”